σχηματίζω

σχηματίζω
ΝΜΑ [σχῆμα, -ήματος)
1. (μτβ.) δίνω σχήμα, δίνω μορφή σε ένα αντικείμενο, τὸ διαμορφώνω
2. (αμτβ.) α) παίρνω ή έχω ένα ορισμένο σχήμα, μια ορισμένη μορφή (α. «αν αφήσεις αυτό το ξύλινο τεμάχιο στον ήλιο, θα χαλάσει και θα σχηματίσει κοιλότητες» β. «ὅσα σχηματίζουσι τὰ στρατόπεδα... ἐν ταῑς μάχαις», Πλάτ.)
β) (ιδίως για ένα σύνολο πολλών αντικειμένων) αποτελώ, απαρτίζω («τα πλοία σχηματίζουν φάλαγγα»)
3. γραμμ. (σχετικά με λέξεις) συνθέτω
νεοελλ.
1. κατασκευάζω ή χαράζω ένα σχήμα κυρίως πάνω σε επιφάνεια, διαγράφω («σχημάτισαν ένα τρίγωνο πάνω στον πίνακα»)
2. δημιουργώ («σχηματίζω μια εικόνα»)
3. (ιδίως σχετικά με πολλά αντικείμενα) τακτοποιώ, διευθετώ ένα σύνολο προσδίδοντάς του ορισμένη μορφή («σχηματίζω τους μαθητές ανά τετράδες»)
4. (κυρίως το μέσ.) σχηματίζομαι
α) παίρνω ορισμένο σχήμα, διαμορφώνομαι, μορφοποιούμαι
β) προκαλούμαι, δημιουργούμαι («αν αφήσεις έτσι την πληγή σου, θα σχηματιστεί πύον»)
5. φρ. α) «σχηματίζω τους χρόνους ρήματος [ή τις πτώσεις ουσιαστικού ή τα παράγωγα λέξης]»
γραμμ. δημιουργώ τους χρόνους ρήματος [ή τις πτώσεις ουσιαστικού ή τα παράγωγα λέξης] με την προσθήκη καταλήξεων ή κατάλληλων προσφυμάτων
β) «σχηματίζω γνώμη [ή πεποίθηση, ή ιδέα]» — μορφώνω γνώμη [ή πεποίθηση ή ιδέα]
μσν.
προσαρμόζω
μσν.-αρχ.
1. συμβολίζω, αντιπροσωπεύω
2. περιγράφω
3. μέσ. (με απαρμφ.) προσποιούμαι, υποκρίνομαι ότι είμαι ή κάνω κάτι («σχηματίζονται ἀμαθεἶς εἶναι», Πλάτ.)
4. (ως αμτβ.) (για ουράνια σώματα) βρίσκομαι σε μια ορισμένη θέση
αρχ.
1. (σχετικά με τον λόγο) συντάσσω
2. στολίζω, καλλωπίζω
3. μεταχειρίζομαι γραμματικούς και ρυθμικούς τύπους πρότασης, σχήματα («σχηματίζειν φορτικῶς», Διον. Αλ.)
4. (στον χορό) διδάσκω σχήματα και κινήσεις
5. (ως αμτβ.) παίρνω διάφορες στάσεις, κάνω φιγούρες καθώς χορεύω
6. (μέσ. και παθ.) α) μεταβάλλω κατά έναν ορισμένο τρόπο το σχήμα, την εξωτερική μου εμφάνιση ή, ακόμη, και τη στάση ή τη θέση μου
β) (για ασθενείς και για έμβρυα) τοποθετούμαι σε μια ορισμένη στάση ή θέση
γ) (για ηθοποιό) κάνω χειρονομίες, μιμικές κινήσεις
δ) αποκτώ πομπώδες ύφος, επιδεικτική εμφάνιση
ε) (για ασθενείς) προσβάλλομαι από ασθένεια με έναν ορισμένο τρόπο
7. (το ουδ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τὸ ἐσχηματισμένον
τρόπος λεκτικής διατύπωσης, ύφος γεμάτο από σχήματα λόγου
8. φρ. α) «σχηματίζω ἐμαυτόν» — παίρνω μια συγκεκριμένη στάση προκειμένου να μέ ζωγραφίσουν, ποζάρω (Λουκιαν.)
β) «σχηματίζομαι κόμην» — διευθετώ τα μαλλιά μου (Ευρ.)
γ) «σχηματίζω λόγον» — χρησιμοποιώ σχήματα λόγου (Φιλοστρ.)
δ) «σχηματιζόμενοι ῥυθμοί»
(στον Αριστοτ.) ρυθμοί που συνδέονται με σχήματα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σχηματίζω — assume a certain form pres subj act 1st sg σχηματίζω assume a certain form pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχηματίζω — σχηματίζω, σχημάτισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σχηματίζω — σχημάτισα, σχηματίστηκα, σχηματισμένος 1. έχω σχήμα, διαγράφω σχήμα: Σχημάτισε στον πίνακα έναν κύκλο. 2. δημιουργώ: Σχηματίστηκε μια καινούργια πλατεία με τη διάνοιξη του χώρου. – Σχημάτισε μεγάλη περιουσία. 3. «Σχηματίζω κρίση, γνώμη»,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σχηματίζεσθε — σχηματίζω assume a certain form pres imperat mp 2nd pl σχηματίζω assume a certain form pres ind mp 2nd pl σχηματίζω assume a certain form imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχηματίζῃ — σχηματίζω assume a certain form pres subj mp 2nd sg σχηματίζω assume a certain form pres ind mp 2nd sg σχηματίζω assume a certain form pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχηματίξει — σχηματίζω assume a certain form aor subj act 3rd sg (epic doric) σχηματίζω assume a certain form fut ind mid 2nd sg σχηματίζω assume a certain form fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχηματίσουσιν — σχηματίζω assume a certain form aor subj act 3rd pl (epic) σχηματίζω assume a certain form fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) σχηματίζω assume a certain form fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχηματίσω — σχηματίζω assume a certain form aor subj act 1st sg σχηματίζω assume a certain form fut ind act 1st sg σχηματίζω assume a certain form aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσχηματισμένα — σχηματίζω assume a certain form perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐσχηματισμένᾱ , σχηματίζω assume a certain form perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐσχηματισμένᾱ , σχηματίζω assume a certain form perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχηματιζομένων — σχηματίζω assume a certain form pres part mp fem gen pl σχηματίζω assume a certain form pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”